λύπη
ΘΛΙΨΗ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΘΛΙΨΗ | στενοχώρια, λύπη |
ΘΛΙΨΗ | λύπη, οδύνη |
ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ | θλίψη, λύπη |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή φόβος |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή άγχος |
ΤΖΟΝΣΟΝ | Λύντον, πρόεδρο των ΗΠΑ |
ΘΛΙΨΗ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΘΛΙΨΗ | στενοχώρια, λύπη |
ΘΛΙΨΗ | λύπη, οδύνη |
ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ | θλίψη, λύπη |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή φόβος |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή άγχος |
ΤΖΟΝΣΟΝ | Λύντον, πρόεδρο των ΗΠΑ |