κρανίο ή μηριαίο οστό
ΚΟΚΑΛΟ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΚΟΚΑΛΟ | μηριαίο οστό ή κερκίδα |
ΩΛΕΝΗ | ανθρώπινο οστό |
ΚΝΗΜΗ | ανθρώπινο οστό |
ΚΟΚΑΛΟ | κλείδα ή κρανίο |
ΛΕΚΑΝΗ | ανθρώπινο οστό |
ΚΟΚΑΛΟ | βραχιόνιο οστό ή στέρνο |
ΣΤΕΡΝΟ | ανθρώπινο οστό |
ΠΕΡΟΝΗ | ανθρώπινο οστό |
ΚΛΕΙΔΑ | ανθρώπινο οστό |
ΚΡΑΝΙΟ | ανθρώπινο οστό |
ΠΛΕΥΡΟ | ανθρώπινο οστό |
ΚΕΡΚΙΔΑ | ανθρώπινο οστό |
ΩΜΟΠΛΑΤΗ | ανθρώπινο οστό |
ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟ | ανθρώπινο οστό |
ΚΟΚΑΛΟ | κρανίο ή ωλένη |
ΔΟΝΗΣΗ | κραδασμός |