θλίψη, λύπη
ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΘΛΙΨΗ | στενοχώρια, λύπη |
ΘΛΙΨΗ | λύπη, οδύνη |
ΘΛΙΨΗ | λύπη |
ΟΔΥΝΗ | θλίψη, πίκρα |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή άγχος |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή φόβος |
ΛΥΠΗ | θλίψη, οδύνη σε σταυρόλεξο Στιγμιότυπα του παρελθόντος: 1906 |
ΛΥΠΗ | θλίψη |
ΣΤΕΝΟΧΩΡΙΑ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΘΛΙΨΗ | στενοχώρια, λύπη |
ΘΛΙΨΗ | λύπη, οδύνη |
ΘΛΙΨΗ | λύπη |
ΟΔΥΝΗ | θλίψη, πίκρα |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή άγχος |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | λύπη ή φόβος |
ΛΥΠΗ | θλίψη, οδύνη σε σταυρόλεξο Στιγμιότυπα του παρελθόντος: 1906 |
ΛΥΠΗ | θλίψη |