δεσποινίδα, νέα
ΚΟΡΗ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΚΟΡΗ | κοπέλα, δεσποινίδα |
ΚΟΠΕΛΑ | κόρη, δεσποινίδα |
ΓΟΥΙΝΕΑ | Παπουασία-Νέα ..., χώρα στην Ωκεανία |
ΠΑΠΟΥΑΣΙΑ | ...-Νέα Γουινέα, χώρα στην Ωκεανία |
ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΑ | κόρη, νέα |
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ | δεσπότης |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | δέος ή απόλαυση |
ΚΟΡΗ |
Λέξη | Ενδειξη |
---|---|
ΚΟΡΗ | κοπέλα, δεσποινίδα |
ΚΟΠΕΛΑ | κόρη, δεσποινίδα |
ΓΟΥΙΝΕΑ | Παπουασία-Νέα ..., χώρα στην Ωκεανία |
ΠΑΠΟΥΑΣΙΑ | ...-Νέα Γουινέα, χώρα στην Ωκεανία |
ΔΕΣΠΟΙΝΙΔΑ | κόρη, νέα |
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ | δεσπότης |
ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑ | δέος ή απόλαυση |